σαβατία

σαβατία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sabbatia, από το όν. τού Ιταλού βοτανολόγου Liberatus Sabbati].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”